- ὁμοφύλου
- ὁμοφύ̱λου , ὁμόφυλοςof the same racemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βατραχομυομαχία — Μικρό και εύθυμο έπος σε 300 στίχους, παρωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, που αποδόθηκε στον ίδιο τον Όμηρο από τον Στάτιο, τον Φιλόστρατο και άλλους. Το ποίημα ανήκει στην εποχή των Περσικών πολέμων. Θέμα του είναι ο πόλεμος ανάμεσα στους βατράχους… … Dictionary of Greek
ομόφυλος — η, ο (ΑΜ ὁμόφυλος, ον) αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνής («μόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.) νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο αρχ. 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ… … Dictionary of Greek
ανδρόγυνα — Ζώα που έχουν και αρσενικά και θηλυκά όργανα αναπαραγωγής στο ίδιο άτομο αλλά δεν μπορούν να γεννήσουν χωρίς τη βοήθεια ενός άλλου ομόφυλου ατόμου … Dictionary of Greek